ληρίας
Look at other dictionaries:
λειρώς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ αποβαλούσας τρίχας ἢ τὸν μικρὸν λαγών». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τους τ. λιμός και λιάζομαι, καθώς και με το λιθουαν. leīlas… … Dictionary of Greek